- πλησιότης
- -ητος, Α [πλησίος]η ιδιότητα τού να βρίσκεται κάτι κοντά σε κάτι ή κάποιον άλλο, η γειτονία, γειτνίαση («ἐπίρρημα σημαῑνον τὴν πλησιότητα», Απολλ. Δύσκ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλησιότης — neighbourhood fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιότητα — πλησιότης neighbourhood fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιότητι — πλησιότης neighbourhood fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιότητος — πλησιότης neighbourhood fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)